Η Μονή της Παναγίας Ξενιάς στον πόλεμο του '40 και την Κατοχή

Ομιλία του Καθηγουμένου της Ι. Μονής Άνω Ξενιάς Αρχιμ. Νεκταρίου Ντόβα (νυν Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών) σε εκδήλωση μνημης για την Κατοχή που πραγματοποίησε το 2001 η Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος.


Το μοναστήρι της Παναγίας Ξενιάς από τις πρώτες μέρες του πολέμου του ’40 στάθηκε στο πλευρό του λαού μας και τις ανάγκες του. Η δράση του όμως κορυφώθηκε μετά την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των γερμανών στη χώρα μας, και αφορούσε την διάσωση από την αιχμαλωσία ξένων συμμάχων στρατιωτών του Αγγλικού εκστρατευτικού σώματος. Οι στρατιώτες αυτοί, μετά την αποτυχία της αντίστασης στα Τέμπη, ακολουθώντας ορεινές διαβάσεις, πεζοπορούσαν προς τα παράλια της Μαγνησίας με την ελπίδα να περάσουν στα νησιά και από εκεί στην Τουρκία ή την Κρήτη.
Η Άνω Μονή Ξενιάς, που ήταν μακριά από τους δρόμους πορείας των ταχύτατα κατερχομένων γερμανικών μηχανοκινήτων μονάδων, αποτέλεσε ιδανικό και σίγουρο καταφύγιο των καταπονημένων εκείνων ανδρών.
Ο Ηγούμενος Καλλίνικος Χατζηιωάννου με ευλογία του Μητροπολίτου Ιωακείμ και σε στενή συνεργασία με τον μόνιμα ευρισκόμενο στην Άνω Ξενιά Προηγούμενο ιερομόναχο Ευσέβιο Μαντζώρο, δημιούργησαν ένα υποδειγματικό δίκτυο προστασίας και διαφυγής των στρατιωτών εκείνων συνεργαζόμενοι με κοινοτάρχες, ιερείς και δασκάλους των πλησιόχωρων κοινοτήτων.
Φαίνεται ότι ο αριθμός των ξένων στρατιωτών ήταν μεγάλος, αλλιώς δεν εξηγείται η εγκατάσταση από αυτούς ασυρμάτου με τον οποίο επικοινωνούσαν με το στρατηγείο τους και ζητούσαν βοήθεια. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι συμμαχικά αεροπλάνα έκαναν ρίψεις εφοδίων στην περιοχή της Άνω Ξενιάς.(Αρσενίου Λάζ, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, τ. Α΄, σ. 91 και προφορική μαρτυρία Αθ. Παπαθεοδώρου, δασκάλου Κοκκωτών, εφ. Ανθυπολοχαγού).
Η επιχείρηση αυτή, που προεκτάθηκε με την απόκρυψη όπλων από τον γέροντα Ευσέβιο, κράτησε αρκετούς μήνες μετά την κατάρρευση και συνθηκολόγηση, παρά την αυστηρότατη ανακοίνωση των αρχών κατοχής που απειλούσε με θάνατο όποιον περιέθαλπτε και απέκρυπτε συμμάχους στρατιώτες.
Οι στρατιώτες αυτοί, ύστερα από μερικές ημέρες ανάπαυσης, προωθούντο προς το παραθαλάσσιο κτήμα της Ξενιάς «Νηές» και την Γλύφα, και από εκεί προς τα νησιά και την Εύβοια.
Είναι ανεξακρίβωτος ο αριθμός των συμμάχων στρατιωτών που έσωσε το μοναστήρι της Ξενιάς. Εκείνο όμως που είναι απόλυτα εξακριβωμένο και περασμένο πια στην ιστορία μαρτυράει ότι η Μονή Ξενιάς και σε ευρύτερη διάσταση η Εκκλησία μας υπήρξε η πρώτη οργανωμένη συλλογική μορφή αντίστασης στον εισβολέα, προτού καν υπάρξει ούτε ως σκέψη σε οποιονδήποτε άλλο χώρο.
Η επιχείρηση εκείνη προδώθηκε τελικά στους Ιταλούς από κουτσόβλαχους κυρατζήδες (= μεταφορείς με ζώα), οι οποίοι γνώριζαν άριστα την περιοχή και είχαν αντιληφθεί τα συμβαίνοντα στην Άνω Ξενιά.
Τα αντίποινα των Ιταλών εκδηλώθηκαν αρχικά στην Κάτω Ξενιά. Απόσπασμα τακτικού ιταλικού στρατού έφτασε από τη Σούρπη στο μοναστήρι, το έζωσε με εκρηκτικά και στη συνέχεια συγκέντρωσε μοναχούς και δοκίμους στην αυλή του. Έδειραν άγρια τους δοκίμους, ίσως να τους θεώρησαν αντάρτες, και απείλησαν όλους με θάνατο, αν δεν μαρτυρούσαν πού κρύβουν Άγγλους και όπλα..
Ο Ηγούμενος και οι μοναχοί γνώριζαν τα πάντα αλλά αρνήθηκαν να γίνουν προδότες. Οι Ιταλοί τότε άρχισαν να ψάχνουν όλο το μοναστήρι ανοίγοντας τα πάντα, ενώ οι μοναχοί εκρατούντο στην αυλή. Πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, αφιερώματα, εικόνες, άμφια, βιβλία, χειρόγραφα κ.ά., σκορπίστηκαν φίρδην- μίγδην στο πάτωμα του ιεροφυλακείου, γράφει ο Μητροπολίτης Ιωακείμ, ενώ αργότερα διαπιστώθηκε ότι έλειπαν δύο ξυλόγλυπτοι σταυροί μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας και όλα τα χρυσά αφιερώματα.
Στη συνέχεια οι Ιταλοί, μεθυσμένοι από τα πιοτά που βρήκαν στη μονή, έσφαξαν πάνω από εκατό όρνιθες και κουνέλια, πήραν και άλλα τρόφιμα και απεχώρησαν.
Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ την επόμενη μέρα , ύστερα από προσφυγή και διαμαρτυρία στον Ιταλό διοικητή του Βόλου, και με συνοδεία Ιταλού αξιωματικού μεταβαίνει στην Κάτω Ξενιά με σκοπό να προστατέψει το μοναστήρι από χειρότερα. Οι Ιταλοί έδειξαν να συμφωνούν με τις έντονες διαμαρτυρίες του Μητροπολίτη, χωρίς αυτό να τους εμποδίσει να στείλουν την επόμενη κιόλας ημέρα το ίδιο απόσπασμα στην Άνω Ξενιά.
Δεν βρήκαν, βέβαια, εκεί ούτε Άγγλους ούτε όπλα, που έγκαιρα είχαν ειδοποιηθεί και απομακρυνθεί. Οι πληροφορίες όμως που είχαν από τους προδότες κουτσόβλαχους δεν επαληθεύονταν. Εξοργισμένοι έτσι από την αποτυχία τους ξεσπάνε στο μοναστήρι. Ανατινάζουν με δυναμίτες όλα τα κτίρια της μονής εκτός από τον Ιερό Ναό, ένα μνημείο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αρχαιολογίας. Ο μακαριστός ιερομόναχος π. Κυπριανός Τσιρούκης σε προσωπική του μαρτυρία ανέφερε ότι όντας μοναχός της Ξενιάς το 1945, άκουσε τους άλλους μοναχούς να διηγούνται πώς σώθηκε ο ναός.
Οι Ιταλοί, αφού ανατίναξαν τα άλλα κτίσματα, στράφηκαν προς τον ναό με επικεφαλής αξιωματικό, ο οποίος μόλις πλησίασε στο ναό με σκοπό να δώσει εντολή πυρπόλησής του, πέφτει κάτω λιπόθυμος. Μόλις συνήλθε διέταξε τους στρατιώτες να μη πειράξουν το ναό. Ήταν ένα θαύμα της Παναγίας, έλεγαν οι μοναχοί. Ένα άγνωστο χέρι χάραξε στην τοιχογραφία του εξωνάρθηκα του ναού το γεγονός: «στας 26 Μαΐου 1942 εκάη η μονή υπό των Ιταλών».
Τον γέροντα Ευσέβιο Ματζώρο τον έστειλαν δεμένο, καθώς και άλλους πρόκριτους των γύρω χωριών, αρχικά στον Αλμυρό και μετά στη φυλακή Αλεξάνδρας του Βόλου. Ο π. Ευσέβιος όταν είδε να βασανίζονται οι φυλακισμένοι για να μαρτυρήσουν κρυμμένα όπλα, παρεμβαίνει και με γενναιότητα ομολογεί ότι εκείνος μόνο είχε κρύψει όπλα στη «Σπηλιά της Παναγίας» και ότι οι άλλοι είναι αθώοι. Έτσι καταδικάστηκε από ιταλικό στρατοδικείο στην Αθήνα σε 25 χρόνια φυλακή και μεταφέρθηκε σε ένα μπουντρούμι της Ιταλίας όπου παρ’ ολίγο να αποβιώσει από την πείνα και τις ταλαιπωρίες. Σώθηκε γιατί συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί το Σεπτέμβρη του 1943 και ελευθέρωσαν τους κρατουμένους. Υπήρχαν όμως και άλλοι που δεν γύρισαν ποτέ από τις φυλακές εκείνες.
Το μοναστήρι της Ξενιάς μέχρι την συνθηκολόγηση των Ιταλών υφίστατο εκβιασμούς και αφαιμάξεις τροφίμων και χρημάτων από τους προδότες λεγεωνάριους κουτσόβλαχους της επαρχίας Αλμυρού.
Η δεύτερη περίοδος δράσης της μονής αφορά τη συμβολή της στη διάσωση ανθρώπων από την πείνα και όλες τις κακουχίες που προκάλεσε η κατοχή. Λίγοι, ίσως, γνωρίζουν ότι ο τόσο πολύτιμος τότε σιδηρόδρομος, μοναδικό μέσον επικοινωνίας και προμήθειας σιταριού στον κάμπο και λαδιού στο Πήλιο, λειτούργησε, λόγω έλλειψης άνθρακα, με ξυλεία υλοτομημένη από το δάσος της Παναγίας Ξενιάς.
Από το 1941 μέχρι και τις αρχές του 1943 το μοναστήρι ενίσχυε το Γενικό Φιλόπτωχο Ταμείο της Μητροπόλεως με ικανότατες ποσότητες τροφίμων προορισμένων για τα συσσίτια της Εκκλησίας. Σιτηρά και άλλα δημητριακά από τους αγρούς της μονής, ελιές και λάδι από τους ελαιώνες της, γάλα και κρέας από τα ποίμνιά της, έσωσαν πολλούς από θάνατο στα χρόνια της πείνας.
Η Ξενιά δεχόταν καθημερινά πολλούς πεινασμένους επισκέπτες, κυρίως γυναίκες και μικρά παιδιά, μερικά από τα οποία υπέφεραν από δερματικά νοσήματα λόγω απλυσιάς, από έλλειψη σαπουνιού ή από αβιταμίνωση. Το μοναστήρι είχε οργανώσει ειδικά συσσίτια για μικρούς και μεγάλους. Ο τότε Οικονόμος της Ξενιάς, π. Κυριακός Κουτρουμπούσης, που ήταν και έμπειρος φαρμακοποιός, μαζί με τα τρόφιμα που έδινε σε κάθε παιδί για την οικογένειά του, χορηγούσε και τις κατάλληλες αλοιφές για θεραπείες.
Γέροντες εγκαταλελειμμένοι και άστεγοι κατέφυγαν στο μοναστήρι την περίοδο αυτή. Ο Μητροπολίτης Ιωακείμ τα επιβεβαιώνει: « Κατά την κατοχήν αι μοναί Ξενιάς και Φλαμουρίου επί τρία έτη μοι εχορήγησαν όχι ολίγα τρόφιμα και χρήματα διά τα συσσίτια υπέρ 15.000 ατόμων εν Βόλω και Αλμυρώ, ιδίως παίδων. Ιδιαιτέρως η μονή Ξενιάς απέβη το αφανές γηροκομείον πολλών ατυχών γερόντων της περιφερείας» (Μητρ. Ιωακείμ, Υπόμνημα προς Αρχιεπίσκοπον, 1952).
Είναι δύσκολο έως αδύνατο να καταγραφεί το ανυπολόγιστο φιλανθρωπικό έργο και η προσφορά της Ι. Μονής Ξενιάς στα τρομερά εκείνα χρόνια της πείνας, της αρρώστιας και της δυστυχίας. Η Παναγία Ξενιά προσέφερε «τα πάντα τοις πάσι».
Η τρίτη περίοδος δράσης του μοναστηριού αρχίζει με την εμφάνιση το 1943 των ανταρτικών ομάδων, οι επιθέσεις των οποίων προκάλεσαν οδυνηρά αντίποινα σε βάρος του πληθυσμού. Το κάψιμο των σπιτιών ήταν κανόνας. Δημιουργήθηκε έτσι ένα καινούριο κύμα δυστυχίας που έφτασε μέχρι την πόρτα της μονής.
Πυροπαθείς άστεγοι βρήκαν καταφύγιο και φαγητό στο μοναστήρι. Δεν υπάρχει μαρτυρία για τον αριθμό τους. Πρέπει να ήταν πολλοί, καθώς φαίνεται από επιστολή του Ηγουμένου Καλλινίκου προς τον Μητροπολίτη Ιωακείμ, στις 17 Οκτωβρίου 1943: « Σεβασμιώτατε,…. Εν τη μονή διαμένουσι περί τους 150-200 πυροπαθείς εκ των πέριξ χωρίων σιτιζόμενοι εν αυτή… παρακαλώ ευλαβώς όπως εύχεσθε δι’ εμέ ίνα ο Κύριος μου χαρίζη υπομονήν…». Η Ξενιά την ίδια περίοδο φύλαξε προίκες κοριτσιών και άλλα πολύτιμα πράγματα τα οποία οι κάτοικοι των κοντινών χωριών έφερναν εκεί για να τα σώσουν από τη φωτιά.
Το μοναστήρι, όπως φαίνεται, είχε φτάσει στα όρια της αντοχής του. Η συμπαράσταση της Ι. Μ. Παναγίας Ξενιάς στην ένοπλη αντίσταση του λαού μας μαρτυρείται από πολλές πηγές. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον άλλοτε δήμαρχο Αλμυρού και γνωστό αντιστασιακό Ρίζο Μετσοβίτη, ο οποίος είπε ότι «Στο μοναστήρι της Ξενιάς έγινε σύσκεψη και αποφασίστηκε να βοηθηθούν οι αντάρτες. Ο τότε Ηγούμενος και άλλοι καλόγεροι βοήθησαν πολύ την πρώτη ανταρτική ομάδα. Το ίδιο έκαναν και με τις άλλες ομάδες, που δημιουργήθηκαν το 1943 και 1944.».
Ο ελαιόκαρπος του κτήματος της μονής «Νηές» δόθηκε ολόκληρος στους αντάρτες. Το ίδιο συνέβη και με τα ποίμνια: «οκτακόσια πενήντα αιγοπρόβατα της Ξενιάς ενίσχυσαν την επιμελητεία των ανταρτών» (Μητρ. Ιωακείμ, Υπόμνημα προς Αρχιεπίσκοπον, 1952). Ανταρτικές ομάδες κατέφυγαν στο μοναστήρι, ενώ την ίδια περίοδο είχε οργανωθεί εκεί αναρρωτήριο για τραυματίες ή ασθενείς αντάρτες.
Ο μακαριστός π. Κυπριανός Τσιρούκης έλεγε ότι «το μοναστήρι της Ξενιάς μέχρι το Πάσχα του 1943 διοικούνταν από το Ηγουμενοσυμβούλιο. Από κει και ύστερα πέρασε στη διοίκηση και διαχείριση της Επιμελητείας του Αντάρτη (Ε.Τ.Α.). Οι μοναχοί δεν εμποδίστηκαν στην τέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Ήταν επίσης γνώστες των θέσεων όπου υπήρχαν κρυμμένα όπλα. Όταν πήγα εγώ στο μοναστήρι το 1945, βρήκα τα πάντα σε πολύ κακή κατάσταση. Το μοναστήρι ήταν τελείως εξαντλημένο οικονομικά και στερημένο όλων των πόρων του. Δεν υπήρχαν καλλιέργειες, ούτε ποίμνια. Τα δάση είχαν άγρια υλοτομηθεί. Ότι είχε και δεν είχε η μονή Ξενιάς το προσέφερε στους πεινασμένους του Βόλου και της επαρχίας Αλμυρού, στο μαχόμενο τον κατακτητή λαό μας. Ακόμη και το εσωτερικό των κελιών ήταν σε κακή κατάσταση» (προφορική μαρτυρία εις. Δημ. Τσιλιβίδη, 1988).
Η Παναγία Ξενιά, «των ακρίδων διολέσασα σμήνος το ολέθριον και τους πόρρω και εγγύς πάσι δώσασα την ίασιν», αποκάλυψε άλλη μια φορά το «αλεξίκακον» της εικόνας της απέναντι στη βία, την πείνα, την αρρώστια και το ψύχος, την φωτιά και την προδοσία. Κάτω από την ιερή της σκέπη βρήκαν παρηγοριά και προστασία γέροντες και παιδιά, καμένοι και άστεγοι, λαβωμένοι και καταδιωγμένοι, Έλληνες και ξένοι. Τους αδελφούς μοναχούς, φύλακες και δούλους της Παναγίας Ξενιάς, που στα σταυρικά εκείνα χρόνια κράτησαν το μοναστήρι «φυλακτήριον» των εθνικών και θρησκευτικών παρακαταθηκών του λαού μας παραδίνουμε στην αιώνια μνήμη της Εκκλησίας και της Πατρίδος:
Καλλίνικος Χατζηιωάννου, μοναχός, Ηγούμενος
Ευσέβιος Μαντζώρος, ιερομόναχος, Προηγούμενος
Βενέδικτος Παπανικολάου, ιερομόναχος
Νικηφόρος Αναστασίου, ιερομόναχος
Κύριλλος Χαραλάμπους, ιερομόναχος
Χρύσανθος Μαλάκης, ιερομόναχος – θεολόγος
Κυριακός Κουτρουμπούσης, μοναχός
Συμεών Παπαγιάννης, μοναχός
Γεράσιμος Αρβανιτάκης, μοναχός
Γεδεών Τσίλαγας, μοναχός
Ιωαννίκιος Βλαχόπουλος, μοναχός
Παύλος Σουγιουλτζόγλου, μοναχός



Σας ευχαριστώ πολύ.